- ακολόβωτος
- -η, -ο [κολοβώνω]αυτός που δεν έχει υποστεί κολόβωση, δηλ. μείωση, περιορισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκολόβωτος — not curtailed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολόβωτος — η, ο αυτός που δεν κολοβώθηκε ακέραιος: Από το θείο τους πήραν ακολόβωτη την περιουσία του πατέρα τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκολόβωτον — ἀκολόβωτος not curtailed masc/fem acc sg ἀκολόβωτος not curtailed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)